|
η 1) хронология; 2) дата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хронология? — χρονολογία как на (ново)греческом будет слово дата? — χρονολογία как с (ново)греческого переводится слово χρονολογία? — хронология, дата — απροσέγγιστος — φατρία — ενοποιώ — ασημαντότητα — ιεροδιάκονος — ψαίνομαι — ακρότητα — ακρέμαστος — αντιγνωμώ — κελεύω — σπολλάτη — ψυχοπατέρας — διαβίωση — πολεμική — αναπιάνω — φίλαθλος — βιλάρα — δικαστηριακός — υπόδειγμα — μελοποιούμαι — αποσκυβάλισμα |
|||