|
(αόρ. ολόλυξα) рыдать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыдать? — ολολύζω как с (ново)греческого переводится слово ολολύζω? — рыдать — ωοπαραγωγνκότητα — στείρευμα — αρσενικώδης — δολοπλοκία — ατλαζένιος — βαρύτιμος — ματαιοπονώ — φιόρδ — μαγειρευτός — πολυέλεος — φιλοστοργία — αυτοθυσία — φούντος — ορμάθιση — ψηκτροποιός — μαμούρα — ρουτινιέρικος — ατρατάριστος — φιάλη — ακατάδεκτος — τόρνευση |
|||