Новогреческий словарь
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
категории словаря:
фрукты
занятие, профессия
δ
/
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
δανειοδοτώ
δανειολήπτης
δανειολήπτρια
δανειοληπτικός
δανέζικος
Δανία
Дания
Δανέζα
δασκαλοσύνη
δασκαλάκος
δασκαλεμένος
δασκαλίτσα
δασμολογία
δασμολογικός
δασμολόγος
δασοσκεπής
δασύνομαι
δασυνόμενος
δαφνέλαιο
δαφνόκουκκο
δαφνοστεφανώνω
δαφνοστεφής
δαφνώνας
δαφνοστολίζω
δάχτυλο
палец
δαχτυλιδάκι
δαχτυλιδένιος
δάπτω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве