|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεροντοκορισμός? — — φασματοσκοπία — ρίπτω — ανυπόθηκος — νεροβάρελλο — παγιδάκι — ηλιολατρία — παιδολογία — ανασκιρτώ — φυτευτής — οινοπνευματοποιείον — επανεπίχωση — κολακιάρης — αδολέσχημα — βαπορέτο — ντερμπεντέρικος — αρκούμαι — τυφλίτις — υπέρλομπρος — ανατομή — μοιραίος — αλάνισσα |
|||