Новогреческий словарь
αλληλοαποκλειόμενος
αλληλοαποκλειόμενος
взаимоисключающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
взаимоисключающий
? —
αλληλοαποκλειόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοαποκλειόμενος
? — взаимоисключающий
#
(ново)греческий словарь
—
αραιότριχος
—
ζαρζαβατσής
—
εισόδημα
—
ακόρδο
—
μεροδουλευτής
—
περίτεχνος
—
αναπαύω
—
απέριττος
—
σκληρίζω
—
αποβαρβαρωμένος
—
ακαδένιαστος
—
επέρρωσα
—
επετεύχθην
—
προσωκρατικός
—
αλυσοδέσμιος
—
δυναμοηλεκτρικός
—
κανόνας
—
επικοπίς
—
παρώρεια
—
αντίδωρο
—
αποδυνάμωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве