|
невоспитанный, неотёсанный, грубый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невоспитанный? — χωριατομαθημένος как на (ново)греческом будет слово неотёсанный? — χωριατομαθημένος как на (ново)греческом будет слово грубый? — χωριατομαθημένος как с (ново)греческого переводится слово χωριατομαθημένος? — невоспитанный, неотёсанный, грубый — καρκινογόνος — ανδρωνύμιο — κόκκινο — τσάχαλο — ακρόλοφος — εσωκλείω — εκκοπεύς — συμπλεκτικός — Αρμένισσα — διαστολή — επτάπλευρος — φρεσκάρω — φουμισμένος — παρακινητής — ολυμπιακός — βαθυπράσινος — απόλυτος — κλέπτω — προσκεφαλαιοθήκη — δάμασμα — σφουγγαρίζω |
|||