Новогреческий словарь
ωκεανογραφικός
ωκεανογραφικός
океанографический
;
~ό πλοίο — научно-исследовательское судно
;
~ στόλος — научно-экспедиционный флот
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
океанографический
? —
ωκεανογραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωκεανογραφικός
? — океанографический
#
(ново)греческий словарь
—
σιδεράδικο
—
δραματουργός
—
εντολή
—
πλαγκτό
—
τρίπτυχος
—
εξανίσταμαι
—
τεσσερισήμισι
—
μάγουλο
—
σαρίκι
—
ριζάφτι
—
κοκκάλιασμα
—
τεντόπανο
—
αναβιβασμός
—
χειροτερεύμα
—
ασυναρίθμητος
—
κέϊκ
—
ξαπλωσιά
—
ατλαντικός
—
γειτονοχώρα
—
ανάσεισμα
—
διορία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве