Новогреческий словарь
βοεβόδας
βοεβόδας
ο уст.
воевода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воевода
? —
βοεβόδας
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοεβόδας
? — воевода
#
(ново)греческий словарь
—
τετράδυμα
—
διήθηση
—
σαλεπιτζήδικο
—
χωρισμός
—
αδαμαντωρυχείο
—
αφηγηματολογία
—
δικάταρτος
—
ημίθραυστος
—
βαλανοειδής
—
ακουάριο
—
βοτανολογία
—
ποικιλόπτερος
—
συμπυκνωτικός
—
παρεξηγούμαι
—
ανήχθην
—
αρχηγείο
—
υφαντουργία
—
μασκέ
—
αμβλύνομαι
—
ερπετό
—
ντιζέρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве