|
аэробный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аэробный? — αερόβιος как с (ново)греческого переводится слово αερόβιος? — аэробный — χολοκυστεκτομία — πρωτόπλασμα — τσουκνιδόσουπα — συνοφρυούμαι — στρογγυλούτσικος — καλαντάρι — βιβλιοδετώ — διαστρεβλωτής — αγρεύσιμος — κακονυχτάω — στενοσόκακο — μουγκρητό — αμόρφωτος — διακορευτικός — μουγγρί — καριοφίλι — λιθόδμητος — σταλίστρα — κούρβουλο — τραυματισμένος — παχύτερος |
|||