|
ο драпировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драпировщик? — στορεστής как с (ново)греческого переводится слово στορεστής? — драпировщик — εξαετία — καλλιέργεια — Ινδή — βαλτήσιος — πασσαλίσκος — ανθρακευτής — ακαζάντιαστος — δούλεψη — φιλόπαις — αναρχισμός — γουρουνοτόμαρο — αποσιωπητικά — ατζαμίδικος — κατάγω — γροθοκοπώ — πεντηκονταετία — λειτουργούμαι — νταουλιέρης — πατριά — υδροθώραξ — ομόθυμα |
|||