Новогреческий словарь
λαγοκοίμητος
λαγοκοίμητ|ος
чутко спящий, спящий вполглаза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чутко спящий
? —
λαγοκοίμητος
как на
(ново)греческом
будет слово
спящий вполглаза
? —
λαγοκοίμητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαγοκοίμητος
? — чутко спящий, спящий вполглаза
#
(ново)греческий словарь
—
βύσμα
—
κήπευσις
—
διέφυγαν
—
υπερκαπιταλισμός
—
συνδιαλλαγή
—
ακριμάτιστος
—
κοφινού
—
ισόψηφος
—
πάντως
—
δωδεκάδα
—
μαρμαρική
—
γυρωτήρας
—
ξεπαλιώνω
—
κλάφτηκα
—
καλυτέρευμα
—
εξακισχίλιοι
—
περιφερικός
—
αποτροπιασμός
—
ξέραμμα
—
υστεραίος
—
πειθαναγκάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве