Новогреческий словарь
κουρούπι
κουρούπι
το 1) (глиняный)
горшок
;
2)
черепок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
горшок
? —
κουρούπι
как на
(ново)греческом
будет слово
черепок
? —
κουρούπι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουρούπι
? — горшок, черепок
#
(ново)греческий словарь
—
αγανάχτηση
—
αλανάριστος
—
τίθεμαι
—
ανελικτικός
—
συντονία
—
αντιαισθητικός
—
τροφεία
—
γλακηχτό
—
κεραμέας
—
λουτράρης
—
έκπληξη
—
βρωμόχορτο
—
ναρκωτικά
—
δυσμεταχείριστος
—
καμινεύω
—
αδιχοτόμητος
—
εξαέτιδα
—
αδόλεσχος
—
χιμαιρικός
—
επισυνάπτω
—
αναθεμελίωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,