|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουβαλάκι? — — εφόρμηση — μοσχοκαρφιά — ανετή — ζαβολιά — κομίζω — ανωτερότητα — υπονομεύτρια — λαογράφος — γροθιά — κακόμοιρος — αυτόχειρας — μυρωδικό — σφιχτός — ντουβάρι — αθέριγος — καρπαθιανός — ενημερώνω — γιόκας — πυροβολαρχία — ηλεκτροπαραγωγή — ανθρωποκεντρισμός |
|||