|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πινακογλείφτισσα? — — κανταδόρικα — νερόφιδο — ραδιουργικός — σκορπάω — πικροαίματος — ηξεύρω — υπόκρυψη — καμάρι — χρονισμός — δεκάζω — γαϊτάνι — φουμάω — επιβραδυντικός — δισεγγόνη — επιστητός — βάιαλλος — κλίφι — πρωτόκολλο — σκίμπους — θερμαστής — μάγγανο |
|||