πινακογλείφτισσα

формы словаβ
πινακογλείφτισσα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πινακογλείφτισσα? —


κανταδόρικανερόφιδοραδιουργικόςσκορπάωπικροαίματοςηξεύρωυπόκρυψηκαμάριχρονισμόςδεκάζωγαϊτάνιφουμάωεπιβραδυντικόςδισεγγόνηεπιστητόςβάιαλλοςκλίφιπρωτόκολλοσκίμπουςθερμαστήςμάγγανο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit