Новогреческий словарь
αποτέφρωση
αποτέφρωση
η 1)
сжигание дотла
;
2)
кремация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сжигание дотла
? —
αποτέφρωση
как на
(ново)греческом
будет слово
кремация
? —
αποτέφρωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποτέφρωση
? — сжигание дотла, кремация
#
(ново)греческий словарь
—
ρίψασπις
—
τσίκνα
—
περιτείχισμα
—
εγκυκλοπαιδικότητα
—
αυταρέσκεια
—
δασύπτερος
—
νταβραντώ
—
ψαροβότανο
—
λικβινταρισμός
—
αγκιστρο
—
γροθοκοπανάω
—
Βουλευτικό
—
φεύ
—
τιτανομαχία
—
σερβάντα
—
υπερβολή
—
καλάγκαθο
—
απότιστος
—
ανθρωπεύω
—
υπερταξικός
—
αποσταφιδιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве