Новогреческий словарь
επίσημον
επίσημον
το мор.
вымпел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вымпел
? —
επίσημον
как с
(ново)греческого
переводится слово
επίσημον
? — вымпел
#
(ново)греческий словарь
—
αμαξοποιείο
—
γοητευτικός
—
ανενθουσίαστος
—
ξεφανερώνω
—
γαζής
—
χερουλάς
—
θαρρύνω
—
θηριωδία
—
δεισιδαιμονία
—
ευλυγισία
—
αγγλομανία
—
ζηλώ
—
βλαστοφυής
—
αναθεμελιωτής
—
λίγκα
—
άρμη
—
Ισπανίδα
—
ανατινάζομαι
—
απανωβάλτης
—
αντικομμουνίστρια
—
αυτοάμυνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω