|
(αόρ. διεστάλαξα) уст. 1) процеживать; 2) выливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово процеживать? — διασταλάζω как на (ново)греческом будет слово выливать? — διασταλάζω как с (ново)греческого переводится слово διασταλάζω? — процеживать, выливать — παρωθώ — μπατόν — ξεβρακώνω — ακτινοθεραπεία — καρτερικότητα — συνδυάζω — δακτυλοσκοπικός — πολιτικομανής — σκουπιδιάρισσα — ρευμοταλγία — χαριτολογία — βουτυροκομικός — αλεσμένος — δυσπειθής — γιδοβοσκός — αναγκιρός — κατάπαυση — παστερίζω — ταυτολόγος — αερόδαρτος — μαυροτήγανο |
|||