|
το каштан (плод); === βγάζω τά ~α απ' τή φωτιά — [phrase]таскать каштаны из огня [/phrase] (чужими руками) ; δέν χαρίζω ~α — быть строгим, взыскательным, ничего не спускать (кому-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каштан? — κάστανο как с (ново)греческого переводится слово κάστανο? — каштан — σταχτοκουλλούρα — γαλακτοφόρος — βραχυκατάληκτος — υποτυπωδώς — προσωπικά — κακοκαιρία — διαχωρίζομαι — εφορεύω — εκπιεστός — φωτοληψία — μπριζόλα — ψαλτάκι — ρωμιοσύνη — αλαφροκαρδιά — κορασίδα — αφυσικότητα — ψευτοφιλία — χασισοπότης — παρακώλυση — εμμέλεια — αποβαίνω |
|||