Новогреческий словарь
αλεσμένος
αλεσμέν|ος
молотый
;
~ καφές — молотый кофе
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молотый
? —
αλεσμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλεσμένος
? — молотый
#
(ново)греческий словарь
—
σουφλέ
—
ανεπιχείρητος
—
συμφωνώ
—
αιμοπτύω
—
ευμεταχείριστος
—
γουρσούζικος
—
αναίμακτα
—
ομοδοξία
—
δαμαστικός
—
αναγάπητος
—
δασοπονία
—
κουνιστός
—
καλπιά
—
αλυσωτός
—
ανάθλιψη
—
επίπλασις
—
βιοπαλαιστής
—
σπόρκα
—
ρυμουλκατζής
—
κατανεμημένα
—
διαγυρνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω