|
уст. ныть, брюзжать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ныть? — δεινολογώ как на (ново)греческом будет слово брюзжать? — δεινολογώ как с (ново)греческого переводится слово δεινολογώ? — ныть, брюзжать — εφεσιβάλλω — γρασίδι — αστάχι — αμεριμνομέριμνον — εκκωφαντικός — χουβορνταλίκι — επείγοντα — διακονητής — νυμφεύομαι — μισοκοιμούμαι — θρησκευτικός — ορθομαρμάρωση — έκβαση — δοσίμετρο — ανεμοσκεπής — απανωτός — οίκημα — ιστιοδέτης — ελλανόδικος — κουκουές — γαϊδουράνθρωπος |
|||