Новогреческий словарь
τάχυνση
τάχυνση
ускорение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ускорение
? —
τάχυνση
как с
(ново)греческого
переводится слово
τάχυνση
? — ускорение
#
(ново)греческий словарь
—
οδοντόβουρτσα
—
ανίδωτος
—
πρεσβυωπικός
—
αιγυπτιώτικος
—
αντικληρικός
—
προκαθορίζω
—
αγριότοπος
—
ανέφαγος
—
βλαστογένεσις
—
επαγωγικός
—
χρηστικός
—
εκτελωνίζω
—
ιδιοσυγκρασία
—
διαπεταννύω
—
ελαύνομαι
—
λεωφορειούχος
—
βαλαντώνω
—
λεπτοσανίδα
—
αυτοελέγχομαι
—
αεροφωτογραφία
—
προεξάρχω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве