|
ускорение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ускорение? — τάχυνση как с (ново)греческого переводится слово τάχυνση? — ускорение — ζενίθ — περιτραχήλιος — βωκος — ζηλαδέρφι — σάκχαρο — ηδονολάτρης — ταώς — ψυχογραφικός — οπωσδήποτε — στρουθοκάμηλος — σιλό — θανατικός — γκαβωμάρα — μουλαρήσιος — βελγικός — μπελντές — δέχομαι — φορολόγηση — δέκτης — κτένι — χημειοτροπισμός |
|||