|
η строительное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строительное дело? — οικοδομική как с (ново)греческого переводится слово οικοδομική? — строительное дело — μεντρεσές — τελείως — μαχητικο — πολφώδης — κολποειδής — γυψοπλάστης — μονάρχης — ρόβι — χαρτόδεση — διάδυση — εντοπιστικός — Τούρκισσα — ακεντρος — απαλλοτριωτέος — ξεκοκκαλιάζω — απροσκόμιστος — σώνομαι — καλαμιά — αντισκορβουτικός — χάπι — οκταετηρίδα |
|||