Новогреческий словарь
διψερός
διψερός
испытывающий жажду
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
испытывающий жажду
? —
διψερός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διψερός
? — испытывающий жажду
#
(ново)греческий словарь
—
χούλιγκαν
—
πασσαπόρτι
—
περίφόβος
—
ευπόρθητος
—
γνωμολογώ
—
λούπινος
—
αλουμίνιο
—
ψευδίζω
—
αυτοβαφής
—
βιβλιόφιλος
—
ασπροπρόσωπος
—
τριετής
—
ακατέβατα
—
γεφυροπλάστιγξ
—
στεντόρειος
—
υπερπαστερίωση
—
βεσέ
—
τονικότητα
—
ενστιγματικός
—
αλεπουδένιος
—
ημιαναίσθητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве