|
: ο υποφαινόμενος — а) нижеподписавшийся; б) шутл. ваш покорный слуга #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υποφαινόμενος? — — ευκρασία — γύψωμα — πουτίγγα — τριηραρχέω — κλισίμετρο — αναστηλώνομαι — φρενικός — κρυψίνους — ανθρωποφοβία — λόξυγγας — τυροπιτάδικο — σάλευμα — βαοβάβ — βρυχηθμός — αλμευτής — μιαούρισμα — ζάπι — απότιστος — γυναικοπρεπής — οσμανικός — αγγρισμα |
|||