Новогреческий словарь
επαγγελματικός
επαγγελματικός
профессиональный
;
~ή σχολή — ремесленное училище
;
~ή εκπαίδευση — профессиональное обучение
;
~όν μυστικόν — профессиональная тайна
;
~ό σωματείο или ~ σύλλογος или ~ή ένωση — профессиональный союз
;
~ή γλώσσα — профессиональный язык
;
~αί νόσοι — профессиональные болезни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
профессиональный
? —
επαγγελματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαγγελματικός
? — профессиональный
#
(ново)греческий словарь
—
αιτούσα
—
απογώνι
—
σπατουλάρισμα
—
ημίγυμνος
—
οξοποιία
—
χιουμοριστής
—
αδολεσχώ
—
ρεβιθοκεφτές
—
ευθυμογράφημα
—
αμνήστευση
—
διαπύηση
—
συγκεφαλαιωτικός
—
δελέασμός
—
τηρώ
—
πάγκρεας
—
ανυπολόγιστος
—
βούλωμα
—
αφοπλισμός
—
ακρουρά
—
ιερογλυφικός
—
μπαξίσι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω