Новогреческий словарь
σιτάλευρο
σιτάλευρο
το
пшеничная мука
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пшеничная мука
? —
σιτάλευρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σιτάλευρο
? — пшеничная мука
#
(ново)греческий словарь
—
Λεβαντίνα
—
μπέρτα
—
φασίστρια
—
Αικατερίνμπουργκ
—
καταχραστής
—
χαλκοχοχική
—
εξετάσιμος
—
πότισμα
—
παραμητρικός
—
ποδίζω
—
ατσίνορος
—
φούρια
—
οργανικισμός
—
ευκρινής
—
διασύρω
—
ακατάτρεχτος
—
βρογχίδιο
—
μεταλλεύω
—
πένθιμος
—
υδρόλιθος
—
προδότρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω