|
το физ. ваттметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ваттметр? — βαττόμετρο как с (ново)греческого переводится слово βαττόμετρο? — ваттметр — ηγεμονόπαιδο — μέσοφρυς — πρωτογέννητος — βαρελοποιός — συνοφρύωση — φιλομάθεια — φρουτιέρα — ανελαστικός — παγοκόφτης — σουβαντζής — βλαστοκόπος — πολυθάλαμος — λατινίζω — αλιχούδευτος — κατασκευασμένος — σύμπτυξη — μάσε — φραγκικός — τράπεζα — κυβόλεξο — κοτούλα |
|||