|
το 1) точильная мастерская; 2) точильный станок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово точильная мастерская? — ακονιστήριο как на (ново)греческом будет слово точильный станок? — ακονιστήριο как с (ново)греческого переводится слово ακονιστήριο? — точильная мастерская, точильный станок — χαρτοπέτασμα — ανάγωγος — ραχατλίδικος — νερωμένος — αγουρογεράνω — πρόδρομος — φυτίστρα — διακαώς — καμπανέλλα — αρχιδούκας — διάθρεψη — οστρακοειδή — καρδιοχειρουργική — αιμωδιώ — αλιά — φωνηεντισμός — χαντακώνομαι — θριαμβευτικός — αντικεφαλαιοκροτικός — σκοταδισμός — διαφορετικός |
|||