|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεγεθυντικό? — — στοιχειοθετημένος — νοεμβριανός — μπαγκαδόρος — εγχείρηση — ραδιοτηλέφωνο — βραδιάζει — κληματαριά — αλβανόφιλος — αβδέλλας — ομόφωνος — μπατιρημένος — τσατίζω — συντυχία — κρεματόριο — χρωμογράφος — ενδότατος — κεραυνοβόλα — αντιμιλιταρισμός — λεύκασμα — φαγκοττο — δίνομαι |
|||