μεγεθυντικό

формы словаβ
μεγεθυντικό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μεγεθυντικό? —


στοιχειοθετημένοςνοεμβριανόςμπαγκαδόροςεγχείρησηραδιοτηλέφωνοβραδιάζεικληματαριάαλβανόφιλοςαβδέλλαςομόφωνοςμπατιρημένοςτσατίζωσυντυχίακρεματόριοχρωμογράφοςενδότατοςκεραυνοβόλααντιμιλιταρισμόςλεύκασμαφαγκοττοδίνομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit