|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυράκι? — — σοβατίζω — έλιπον — περίγειος — ψευτογιατρός — κοσμοπολίτισσα — σαλβάρι — λιθογραφικός — ανακατοσούρας — μαυρογή — φαβορίτα — κοντινός — Γαλαξίας — επιπλουργία — κατιών — στομαχιάρικος — κυμαινόμενος — εφτάπλευρος — τείχιση — λωποδύταρος — μελοχροινή — εφέλκυση |
|||