|
открытый настежь; ~ δρόμος — перен. широкая дорога; большие возможности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово открытый настежь? — ολάνοικτος как с (ново)греческого переводится слово ολάνοικτος? — открытый настежь — μεθοριακός — κόπανο — βραδύπορος — κακοτυχία — αλυσώνω — διχτυάρικο — εναγκαλισμός — εκκαθαριστής — οειδίζω — υποχώρηση — μεταξοΰφαντος — προπαιδειό — χηνίσιος — μήλινος — πόρρωθεν — μετρημένος — τρίτο — διαμέτρηση — πώς — παραφέντρα — αδιαχώρητο |
|||