|
неповешенный, неподвешенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповешенный? — ακρέμαστος как на (ново)греческом будет слово неподвешенный? — ακρέμαστος как с (ново)греческого переводится слово ακρέμαστος? — неповешенный, неподвешенный — σκέπασμα — πυρετογόνος — σαφής — ενδοέκκριση — εξηκονταετηρίδα — ρετάλια — γόσμα — πρύμνηθεν — αντιτείνω — αιτία — βαβουλάτα — σκληροσύνη — σιγανοψιχάλισμα — αναντίστρεπτος — ομοιόμορφον — κατευθύνομαι — κρυφτός — ξενιτευμός — κονγκρέσσο — αμελητές — προεόρτια |
|||