|
тормозить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тормозить? — τροχοπεδώ как с (ново)греческого переводится слово τροχοπεδώ? — тормозить — γλοιίνη — δαμάσκηνο — υπουρίς — κουβαράκι — ιαματικότητα — δισμύριοι — γλυφός — αφωσιωμένος — θαλάσσερμα — προβλάστη — πυρπόληση — αγριόκοττα — σκοτεινούτσικος — υφαιρώ — ψαροκάλαθο — ημίονος — διαπεραστικός — μόνο — αμετάφραστος — κακοπούλι — χερουβικός |
|||