|
: εν ταυτώ — в то же самое время; ένα καί ~ — совершенно то же самое; === ~όν είπειν — другими словами #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταυτό? — — λιόντας — ενεργούμαι — μοναρχισμός — διστοιχία — αφομοιώνομαι — υπατεία — κουτσαβάκικος — φαγού — κουφοξυλιά — υποσέλιδο — ραδιοτηλεγραφικός — πρόσωπο — μπουλντόκ — πλινθοκεραμοποιία — υδροδυναμικά — ανά — ασυγχωρεσιά — πλαστικότητα — ομαλός — υποδηματοβιομηχανία — γάβανος |
|||