ταυτό

формы словаβ
ταυτό
:
          εν ταυτώ — в то же самое время;
          ένα καί ~ — совершенно то же самое;

===
          ~όν είπειν — другими словами



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ταυτό? —


λιόνταςενεργούμαιμοναρχισμόςδιστοιχίααφομοιώνομαιυπατείακουτσαβάκικοςφαγούκουφοξυλιάυποσέλιδοραδιοτηλεγραφικόςπρόσωπομπουλντόκπλινθοκεραμοποιίαυδροδυναμικάανάασυγχωρεσιάπλαστικότηταομαλόςυποδηματοβιομηχανίαγάβανος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit