|
горкнуть (о жире) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горкнуть? — ταγγίζω как с (ново)греческого переводится слово ταγγίζω? — горкнуть — οικονομώ — κλινοθερμαντήρας — οστεωδυνικός — φαρμακοθήκη — σπουδιαίος — απιστομιούμαι — συμφωνητικό — δουλευτάδικος — ζαχαρωμένος — ξεκαπέλλωτος — αλείπτης — πανηγύρι — Ινδός — μπουγατσατζίδικο — ξασπρουλιάρης — απόξω — αποστράγγισμα — συνεκφέρω — κέντισμα — λευκοβαφής — ξεφάχνισμα |
|||