|
с трудом, трудно; ~ νά... — едва ли... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом? — δύσκολα как на (ново)греческом будет слово трудно? — δύσκολα как с (ново)греческого переводится слово δύσκολα? — с трудом, трудно — ψιψιριάρης — αξομολόγητος — χειλαρού — διθύραμβο — ωοσκοπία — ολόσγουρος — ανεμομιλώ — αποσυνηθίζω — κοντσίνα — καταψυκτικός — ντιβανοκασέλα — κσσσιτερουργός — εξαρτισμός — εποικισμός — εργιον — αποβαίνω — ανεφοδιάζω — φωτογόνος — οικοπεδοποίηση — σούτ — αυτοχειροτόνητος |
|||