|
(αόρ. ανύφανα) ткать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ткать? — ανυφαίνω как с (ново)греческого переводится слово ανυφαίνω? — ткать — αφρογέννητος — βρωμοκοπώ — ατσάκιστος — αποσαφώ — κοκκινοσκούφης — απαιτητικότητα — χαλικοθηρίο — συγκοινωνώ — ξασπρουλιάρης — γυψουργός — προπαρελθών — ατμάμαξα — πουγγί — δουλοκτησία — αυτομάθεια — ουραιμία — εβραιολόγος — μόρα — επίγρυπος — θαλασσογραφικός — τράβηγμα |
|||