|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσεκάρω? — — τζέντλεμαν — υαλικά — ποιότητα — φόρτος — αλληλοφαγωμός — σανίδωση — τετραετής — απάτητος — χιλιετής — λαρυγγόφωνος — μαγνησιούχος — βροντολόγημα — ξεβαβουλίζω — απομαραίνομαι — χρηματολογώ — σαργολόγος — πευκόδασο — βλυχός — γραμματική — ελληνοπρέπεια — βετούλι |
|||