Новогреческий словарь
τσιγκλάω
τσιγκλάω
прям., перен.
колоть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колоть
? —
τσιγκλάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιγκλάω
? — колоть
#
(ново)греческий словарь
—
αμφίτομος
—
τοιχάκι
—
πτυελοδοχείο
—
μεταμφιέζομαι
—
παρέπομαι
—
ζευγάρωμα
—
γομαριάζω
—
σόφισμα
—
ευνοώ
—
οκταετία
—
διαλογιστικότης
—
έναιμος
—
κοιλιαλγία
—
γναφαλώδης
—
κωλοκάθομαι
—
επίσχεση
—
εξανθηματικός
—
υδατώ
—
μονοπωλιακός
—
λογαριασμός
—
θωράκιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве