|
η (чаще перен.) нуль; ως γιατρός είναι μιά ~ — [phrase]как врач он ничего не стоит[/phrase]; === ~ η ~ τάφαγε ούλα — погов. [phrase]потихоньку-полегоньку он всё промотал[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нуль? — νούλλα как с (ново)греческого переводится слово νούλλα? — нуль — καταζήτηση — εναιώρημα — θηριοτρόφος — άλγος — αντισηκώνω — κάντιο — φραγκισκανός — χαρτώνω — γαλατίζω — μενσεβίκος — φλογόφθαλμος — αλληλεπαγωγή — κρεββατώνομαι — αποβαρβάρωση — λύσσιασμα — ελέφας — σκαρτάρω — Κινέζα — ριπιδοειδής — αλάρμη — γαρνίρισμα |
|||