|
утешительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешительный? — παρήγορος как с (ново)греческого переводится слово παρήγορος? — утешительный — διαγέρνω — εμμηνορροώ — μιντέρι — καμιναράς — μυλίτης — απέραντος — βατίς — γαλακταγωγός — επιλέξιμος — γλωσσοπλάστης — κροτικός — κιτρινοπούλα — Ιανουάρης — αναντάλλακτος — εκφόβηση — επίσωτρον — μονομαχία — τόγα — ψυχραίνω — αφοβησιά — τουρμπάνι |
|||