εξηντάχρονος

формы словаβ
εξηντάχρονος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξηντάχρονος? —


ζεμάτισμαεπιβραδυντήρημιδιατροφήσυμπολεμιστήςορφανεύωταχέωςκοίλοςιχθυολαχανοπώληςαγγειολογίαφυλάκισματόξευμαασκημούτσικαβασιλόπιτταεμορφιάγδύματαπεριωρισμένοςαγαλίφιαστοςμεσάζωκήτειοςλιανικίόςσκέλεθρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit