|
(αόρ. αναχάσκισα) широко раскрывать рот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широко раскрывать рот? — αναχασκίζω как с (ново)греческого переводится слово αναχασκίζω? — широко раскрывать рот — ηθοποιία — γιούργια — φροκάλι — ξάμπελο — ακρόβαθρο — αποδημία — λύκειο — υποδηματοπώλης — γιαίνω — πατριώτισσα — αντεξεγείρω — μελία — προαναφέρομαι — επιχώνω — βιομετρία — μεσάρης — τυφλοκομείο — αχθοφόρος — εκλέπιση — μυελίτιδα — δαντελλάς |
|||