Новогреческий словарь
αναχασκίζω
αναχασκίζω
(αόρ. αναχάσκισα)
широко раскрывать рот
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
широко раскрывать рот
? —
αναχασκίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναχασκίζω
? — широко раскрывать рот
#
(ново)греческий словарь
—
κακοΰφαντος
—
σκελέα
—
τηλεγραφείο
—
παστώνω
—
επισήμασμα
—
ανθρωποσωστικός
—
πιτηδειοσύνη
—
ριζικώς
—
ανισοταχής
—
Αφγανή
—
ομοφωνία
—
φαίνω
—
πουριάζω
—
αναχαιντρώνω
—
περιπίπτω
—
κατακυρώνω
—
φονιάς
—
ολονυχτίς
—
ειδοποιητήριος
—
επιχείρηση
—
μεταδόσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,