|
ο 1) обскурант; 2) еретики #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обскурант? — γνωσιμάχος как на (ново)греческом будет слово еретики? — γνωσιμάχος как с (ново)греческого переводится слово γνωσιμάχος? — обскурант, еретики — χολοστεαρικός — καψαλισμένος — σπόρκα — ανάρχιστος — υπέδαφος — πανσπερμία — ειλικρίνεια — αμυγδαλή — επιπολή — φεγγαρίστικος — αρρόγευτος — αδελφομίκτις — ασπροφρυδού — γιουβετσάδα — νηπιοκτονία — περικοσμώ — υπεργολάβος — χρονιότητα — μηλιγγόνι — περδικόπουλο — συνεκφορά |
|||