|
1) петля (дверная); 2) кран (водопроводный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петля? — στρόφιγγος как на (ново)греческом будет слово кран? — στρόφιγγος как с (ново)греческого переводится слово στρόφιγγος? — петля, кран — διαπεραστός — μαδαροκέφαλος — οφιοειδή — τσιγκέλι — ανακρεμώ — λιγουριάζω — σάκχαροτό — μπόγος — σπηλιά — αγροτιά — αποστρατιωτικοποιώ — αδύναμος — διείδον — αρχαιοφύλακας — στειράδι — πιδέξιος — συμμειγνύω — συνδιαλλάσσω — γυναικολόγος — φαγουλιονός — προσκάλεσμα |
|||