|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θαυμαστικά? — — ωοπλαστία — πρακτική — χαλικόστρωμα — ντοβλέτι — γλυκοσαλιάρης — εργοδοτώ — σταφυλόκοκκος — αστάφνιαστος — ψαραγάνα — προδιάθεση — διαγουμισμένος — κατβαρχίδης — ανακυκλίζω — πέλμα — αξιάγαστος — πεταύρωση — σταοροπροσκύνηση — χαλκευτικός — χηλή — βρυγμός — εκμαρτύριο |
|||