|
пророческий, вещий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пророческий? — χρησμοδοτικός как на (ново)греческом будет слово вещий? — χρησμοδοτικός как с (ново)греческого переводится слово χρησμοδοτικός? — пророческий, вещий — ημιλαρχία — αποτίναξη — ίσκιος — σκυταλοδρομία — ειθίζω — καλούπωμα — ανημπορώ — διηλεκτρικότητα — ορντινάντσα — αργυρόχρυσος — ζωοχημικός — ηώς — ξενότροπος — εξαθλίωση — τελεολογικός — καφετερία — ΔΕΗ — πλουμί — φωλεία — πείσμα — αποσταφιδιάζομαι |
|||