|
η лоток (разделённый на клетки для подноски разделанного теста к печи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лоток? — πινακωτή как с (ново)греческого переводится слово πινακωτή? — лоток — αποσβεστικός — φαλιρίζω — αρχιτεκτονικός — αποκουρά — λιμαδόρος — αργυρίτις — ανόργωτος — ιεραπόστολος — μετροκήριον — αδερφώνω — εκτοκισμός — εχέφρων — πρωτάρα — ονειροπαρμένος — ψυχαναλυτής — δισμύριοι — μετεωρόλιθος — φωτομηχανικός — λεσιάρης — γιουρούσι — οικοκυρική |
|||