Новогреческий словарь
εμμέτρωψ
εμμέτρωψ
(-οπός) ο мед.
с нормальным зрением
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
с нормальным зрением
? —
εμμέτρωψ
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμμέτρωψ
? — с нормальным зрением
#
(ново)греческий словарь
—
οραγκουτάγκος
—
ψυχισμός
—
ασωτεύομαι
—
ξύπνιο
—
κρατημός
—
γλυκοτραγουδισμένος
—
υπερδιέγερση
—
ωδική
—
νηστευτής
—
χρωματογραφώ
—
ασυντρόφευτος
—
ηλιολατρικός
—
αλληλασφαλιστικός
—
εξαρτισμός
—
αποθαλασσώνομαι
—
μίτος
—
κατσάκης
—
μετακόμιση
—
πλήγμα
—
αλληλεπιδραστικός
—
αραπόσταρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,