εργατικότητα

формы словаβ
εργατικότητα
η работоспособность; трудолюбие



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово работоспособность? — εργατικότητα
как на (ново)греческом будет слово трудолюбие? — εργατικότητα
как с (ново)греческого переводится слово εργατικότητα? — работоспособность, трудолюбие


αποσπαργάνωμαγυάλινοςυδρογεωλογικόςεξέμπλιοναντιπροσωπευτικόαμμόλουτροαπερήμωσηκάλυψηορνιθοκομείοκρατούντεςαπόδιαβασπινθηροψίααπρόστακτοςαναρθρίαπερίφρασηγούσληλοιπόνμυτιλοτροφείοακραιφνήςευτροφισμόςλεκτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit