|
η работоспособность; трудолюбие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работоспособность? — εργατικότητα как на (ново)греческом будет слово трудолюбие? — εργατικότητα как с (ново)греческого переводится слово εργατικότητα? — работоспособность, трудолюбие — αποσπαργάνωμα — γυάλινος — υδρογεωλογικός — εξέμπλιον — αντιπροσωπευτικό — αμμόλουτρο — απερήμωση — κάλυψη — ορνιθοκομείο — κρατούντες — απόδιαβα — σπινθηροψία — απρόστακτος — αναρθρία — περίφραση — γούσλη — λοιπόν — μυτιλοτροφείο — ακραιφνής — ευτροφισμός — λεκτικός |
|||